κρετίνος

κρετίνος
ο
1. αυτός που πάσχει από κρετινισμό
2. υπερβολικά ανόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cretin < γαλλ. διαλεκτ. τ. cretin < λατ. christianus < χριστιανός. Με τη λ. αυτή δηλώθηκε αρχικά ομάδα ατόμων με συγκεκριμένη νοητική καθυστέρηση που κατοικούσαν στις 'Αλπεις. Η ονομασία οφείλεται στην προσπάθεια να γίνουν αποδεκτά αυτά τα άτομα ως άνθρωποι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κρετίνος — ο ο διανοητικά καθυστερημένος, ο ηλίθιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”